- στρωμνή
- η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α1. στρωμένη κλίνη2. κλίνη, ανάκλιντρο3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμανεοελλ.παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, στρωματιάαρχ.φρ. α) (στην ποίηση) «στρωμνὴ ἄφθιτος» — το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ.)β) «στρωνύτω στρωμνάς» — στρώση ιερής κλίνης και, ειδικότερα, εορτή τών Ρωμαίων κατά την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ἔ-στρω-μαι) με επίθημα -μνη (πρβλ. λί-μνη, πλή-μνη)].
Dictionary of Greek. 2013.